- ανθαλίσκομαι
- ἀνθαλίσκομαι (Α) [αλίσκομαι]1. πιάνομαι κι εγώ με τη σειρά μου, παθαίνω ό,τι έκανα σε άλλον2. διατυπώνεται εναντίον μου κατηγορία από κάποιον που έχω μηνύσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθηλίσκοντο — ἀνθαλίσκομαι to be captured in turn imperf ind mp 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek
ἀνθαλοῖεν — ἀναθάλλω shoot up again fut opt act 3rd pl (attic epic doric) ἀνθᾱλοῖεν , ἀναθηλέω sprout afresh pres opt act 3rd pl (attic epic doric) ἀνθαλίσκομαι to be captured in turn aor opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεάλω — ἀνθεά̱λω , ἀνθαλίσκομαι to be captured in turn aor ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)